διορθωτικος

διορθωτικος
    διορθωτικός
    δι-ορθωτικός
    3
    исправляющий, улучшающий, совершенствующий
    

(εἶδος δικαιοσύνης Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "διορθωτικος" в других словарях:

  • διορθωτικός — corrective masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθωτικός — ή, ό (AM διορθωτικός, ή, όν) [διορθωτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόρθωση ή στον διορθωτή 2. ο ικανός ή κατάλληλος για διόρθωση νεοελλ. 1. αυτός που αποβλέπει στη διόρθωση 2. το ουδ. εν. ως ουσ. το διορθωτικό ειδικό υγρό για τη… …   Dictionary of Greek

  • διορθωτικός — ή, ό 1. αυτός που είναι ικανός να διορθώνει: Δόθηκε στους εργαζόμενους διορθωτική αύξηση. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., διορθωτικά η αμοιβή του διορθωτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διορθωτικά — διορθωτικός corrective neut nom/voc/acc pl διορθωτικά̱ , διορθωτικός corrective fem nom/voc/acc dual διορθωτικά̱ , διορθωτικός corrective fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθωτικώτερον — διορθωτικός corrective adverbial comp διορθωτικός corrective masc acc comp sg διορθωτικός corrective neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθωτικῶν — διορθωτικός corrective fem gen pl διορθωτικός corrective masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθωτικόν — διορθωτικός corrective masc acc sg διορθωτικός corrective neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθωτικοῖς — διορθωτικός corrective masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθωτικοί — διορθωτικός corrective masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθωτικοῦ — διορθωτικός corrective masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθωτικῆς — διορθωτικός corrective fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»